Στο νέο της βιβλίο, με τίτλο "The Glass Slipper" (σσ: το γυάλινο γοβάκι), η Susan Ostrov Weisser ρίχνει μια ματιά στην αντιπαλότητα ανάμεσα σε δύο από τις πιο διάσημες βρετανίδες μυθιστοριογράφους.
Πρόκειται για κάτι ιδιαίτερα παράξενο στην ιστορία της λογοτεχνίας, το ότι η μεγάλη βικτωριανή συγγραφέας του ρομαντικού έρωτα, Σάρλοτ Μπροντέ, απεχθανόταν αυτή την άλλη μεγάλη βρετανίδα χρονικογράφο της αγάπης, Τζέιν Όστεν, και δεν μπορούσε να καλοκαταλάβει γιατί η Όστεν έχαιρε τόσο υψηλής εκτίμησης από τους κριτικούς στην εποχή της Μπροντέ. Αυτό μοιάζει αντιφατικό: εξάλλου, και οι δύο εμφανίζονται συχνά στην κορυφή των προτιμήσεων των αναγνωστών, ιδίως των γυναικών που αγαπούν τα κλασσικά μυθιστορήματα και κάθε τι ρομαντικό.
Η άποψη της Μπροντέ για την Όστεν μου έκανε εντύπωση όταν την πρωτοδιάβασα. Πριν το μάθω αυτό, έβαζα τις δύο μαζί, σα να είχαν κάποια φυσική συγγένεια. Εξάλλου, και οι δύο κατέχουν τα θεμέλια της βρετανικής λογοτεχνικής παράδοσης ως μεγάλες γυναίκες μυθιστοριογράφοι. Και οι δύο άσκησαν επιρροή, καθιστώντας το λογοτεχνικό μυθιστόρημα ένα μοντέρνο είδος. Και οι δύο έγραφαν ιστορίες αγάπης που πάντρευαν λεφτά, τάξη και κοινωνικό κύρος. Αλλά, σύμφωνα με την Σάρλοτ Μπροντέ, οι ομοιότητές τους δεν ήταν τόσο σημαντικές όσο οι διαφορές τους. Επιπλέον, για την Μπροντέ, η ανομοιότητα μεταξύ τους ήταν ουσιώδης, όσον αφορά τη φύση των λογοτεχνικών σκοπών τους.
Όπως είναι φυσικό, η οπτική της Σάρλοτ για την Τζέιν, όχι μόνο αποκαλύπτει πολλά για την ίδια την Μπροντέ, αλλά επίσης υπογραμμίζει μια σημαντική αλλαγή στον υπό εξέλιξη ορισμό του ρομαντικού έρωτα στη δυτική κουλτούρα. Αυτή η αλλαγή επισκιάζει ακόμα και τον D.H.Lawrence (σσ: συγγραφέα του "Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ") αλλά και τη σύγχρονή μας αντίληψη αυτού του εύπλαστου όρου που λέγεται "έρωτας", μια αλλαγή στην έννοιά του, στην οποία, θα έλεγα, η ίδια η Σάρλοτ Μπροντέ συνεισέφερε σημαντικά.
Γνωρίζουμε για την άποψη της Μπροντέ για την Όστεν κυρίως μέσα από την αλληλογραφία της, στα 1848 με τον αξιοσέβαστο κριτικό George Henry Lewes, τον μετέπειτα σύντροφο μιας άλλης μεγάλης βικτοριανής μυθιστοριογράφου, της Τζορτ Έλιοτ. Όταν έγραψε στην Μπροντέ τις συμβουλές και τα σχόλιά του, πήρε την κριτική του για το μυθιστόρημά της πολύ σοβαρά. Η "Τζέιν Έυρ" είχε λάβει μια καλή κριτική από τον Lewes, αλλά ο κριτικός ήθελε να τονίσει ένα λάθος στο μυθιστόρημα: τις μελοδραματικές σκηνές του που "ταίριαζαν σε μια πολυσύχναστη βιβλιοθήκη" (κάτι που δεν ήταν καλό), και πρόσφερε σαν μοντέλο την Όστεν, για την ηρεμία και την ισορροπημένη σοφία που άγγιζε μέσα από ένα πιο ανεπιτήδευτο στυλ. Όταν ο Lewes επένεσε την Όστεν, την οποία η Μπροντέ αμελούσε να διαβάσει, αναγκάστηκε να ψάξει να βρει το αριστούργημα της Όστεν "Περηφάνια και Προκατάληψη".
Η Μπροντέ έγραψε στον Lewes τα εξής: "Πήρα το βιβλίο και το μελέτησα. Και τι βρήκα; Ένα ακριβές παλιακό πορτραίτο ενός συνηθισμένου προσώπου, έναν προσεκτικά περιφραγμένο, καλά καλλιεργημένο κήπο με νοικοκυρεμένα όρια και λεπτεπίλεπτα λουλούδια (αλλά κανένα ίχνος μιας λαμπερής και ζωντανής φυσιογνωμίας), χωρίς ύπαιθρο (χωρίς αέρα)... Δεν θα μου άρεσε να ζω με τις κυρίες της και τους τζέντλεμαν στα σικάτα αλλά περιορισμένα σπίτια. Αυτές οι παρατηρήσεις πιθανόν να σε ενοχλήσουν, αλλά θα το ρισκάρω."
Για την Μπροντέ, έλειπε κάτι το ουσιώδες, ένα στοιχείο που αργότερα περιέγραψε ως "κάτι που δονείται γρήγορα, γεμάτο, αν και κρυφό, που κάνει το αίμα να κυλάει." Αυτό, φυσικά, είναι η καρδιά. Η Μπροντέ θίχτηκε από τον έπαινο του Lewes για την φαντασία της Τζέιν Όστεν, γιατί μετέφρασε τον θαυμασμό του για την Όστεν ως μια υποχρέωση που ένας συγγραφέας αν θέλει να είναι ευυπόληπτος, πρέπει να ξεφορτωθεί. Η γεμάτη εμπειρίες ζωή κάτω από την επιφάνεια, συμπεριλαμβανομένου την σκοτεινή εμπειρία του παθιασμένου έρωτα, δεν μπορεί να εγκωμιάζει την προσεκτικά δουλεμένη εμφάνιση των κοινωνικών συμβιβασμών που είδε στην Όστεν. "Το Πάθος τής είναι παντελώς άγνωστο", συμπεριέλαβε στο γράμμα της η Μπροντέ, το 1850. Στην πράξη, η Μπροντέ κατηγορούσε την Όστεν πως ήταν επιφανειακή, αναληθής, σχετικά με το πάθος, παρά την αυξανόμενη φήμη της Όστεν ως κοινωνική ρεαλίστρια.
Η καυστική αξιολόγηση της Μπροντέ για την Όστεν γίνεται ιδιαίτερα ειρωνική, όσον αφορά τη δημοφιλή κινηματογραφική εκδοχή της "Περηφάνιας και Προκατάληψης" του 2005 με πρωταγωνίστρια την Κίρα Νάιτλι ως Ελίζαμπεθ Μπένετ. Η ειρωνεία στην οποία αναφέρομαι βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο η ταινία διασκευάζει και πουλάει την πρωτότυπη ιστορία μιας άλλης ισορροπίας και αρμονίας, ως μια ρομαντική εκδοχή του πρωτότυπου. Μια διακεκριμένη τηλεοπτική διαφήμιση ούρλιαζε: "Ο ρομαντισμός δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο σέξι!". Στο New Yorker, ο κριτικός Anthony Lane το έθεσε ως εξής: "Αυτό που συνέβη είναι ξεκάθαρο: Η Τζέιν Όστεν Μπροντοποιήθηκε!" Ο Lane αναφερόταν το δίχως άλλο στο χαρακτηριστικό της αγριότητας που απώθησε ορισμένους σύγχρονους κριτικούς σχετικά με την "Τζέιν Έυρ" και τα "Ανεμοδαρμένα Ύψη". Αλλά τι υπαινίσσεται ακριβώς με αυτό για την Σάρλοτ Μπροντέ και τις Μπροντέ γενικά; Έχουν συμβάλει στον δικό μας ορισμό του έρωτα και του ρομαντισμού; Και είναι αυτή η μοντέρνα ιδέα η ίδια με αυτήν που είχε για τον ρομαντικό έρωτα η Σάρλοτ Μπροντέ;
Όχι ακριβώς, θα απαντούσα στην τελευταία ερώτηση. Αλλά αυτό που θα αποδώσω στην Σάρλοτ Μπροντέ είναι το ότι άλλαξε συνειδητά τον όρο "έρωτας" από αυτό που σήμαινε στην εποχή της και ιδιαίτερα όσον αφορά τις γυναίκες, με έναν τρόπο που επηρέασε την κοινωνία μας πολύ περισσότερο από τις ταπεινές της προσδοκίες και, ίσως, πέρα ακόμα κι από τις προθέσεις της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου